Την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025 πραγματοποιήθηκε στο κινηματοθέατρο REX η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του 32ου Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού που διοργάνωσε ο Δήμος Αγίου Νικολάου με θέμα την «Αντίσταση».
Η εκδήλωση αφιερώθηκε στη μνήμη δυο συμπολιτών μας, του Γεωργίου Χατζηδάκη (που διετέλεσε Δήμαρχος Αγίου Νικολάου) και της Δώρας Φθενάκη – Κοκολάκη η στάση των οποίων απέναντι στη ζωή και στην Ιστορία υπήρξε φάρος ήθους, αντίστασης και συλλογικής αξιοπρέπειας.
Αποσπάσματα από τα έργα των βραβευθέντων διαβάζουμε παρακάτω :
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ
1ο ΒΡΑΒΕΙΟ
Ψευδώνυμο «ΚΡΙΤΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΤΗΣ»
ΜΑΡΓΑΝΕΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ – ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΑΤΤΙΚΗΣ
Το κλειδί
Στις 6 Ιανουαρίου 20.. μια είδηση από την Ελλάδα έκανε τον γύρο του διαδικτύου προκαλώντας, για μήνες, το ενδιαφέρον σε όλο τον κόσμο: «Σε κρίσιμη κατάσταση νοσηλεύεται σε νοσοκομείο της Αθήνας ο δεκαεπτάχρονος Άντελ, πρόσφυγας από την Παλαιστίνη, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά στην προσπάθεια του να βουτήξει στην θάλασσα την ημέρα των Φώτων, μαζί με τους Έλληνες πιστούς, για να πιάσει τον σταυρό. Με βαθιά συγκίνηση παρακολουθεί το πανελλήνιο την μάχη που δίνει το προσφυγόπουλο στην εντατική. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έκαναν δέηση υπέρ της υγείας του ασθενούς ενώ δεν έλειψαν και οι λιγοστές, ευτυχώς, φωνές που μίλησαν για θεϊκή τιμωρία. Ακολουθεί πλήρες ρεπορτάζ».
Δεν πήγαινε καλά. Το αιμάτωμα στο κεφάλι δεν υποχωρούσε. Μέρα με την μέρα βυθιζόντανε σε λήθαργο. Εικόνες σκόρπιες, ανάκατες έρχονταν στο μυαλό του, όταν ξυπνούσε. Θυμόνταν το ναυάγιο, ταραζόταν. «Λίγο θέλουμε, λίγο ακόμα! Φανήκαν φώτα, ΚάΠOΙ0 χωριό…να βγούμε, να βγούμε γρήγορα! Γεμίζει νερά η βάρκα. Έρχονται κύματα! Θα βουλιάξουμε! Τα παιδιά! Τα παιδιά! Φωνές πανικού. Παρακάλια. Πέφτω στο κρύο νερό. Κόπηκε η ανάσα μου. Φωνάζω τον αδελφό μου! Δεν ξεχωρίζω τις φωνές. Κολυμπάω προς την ακτή, δεν είναι μακριά. Θα τα καταφέρω! Πλησιάζω, μα δε βρίσκω να πατήσω είναι βαθιά νερά. Κάποιος με αρπάζει από τον λαιμό! Φωνάζει να τον βοηθήσω, με σφίγγει. Θα πάμε μαζί κάτω! Άσε με! Κολύμπα! Φτάσαμε! Τίποτα. Του τραβώ τα χέρια, παλεύω να γλιτώσω. Γαντζώνεται. Τραβάει το κορδόνι του λαιμού. ο κόβει. Και ύστερα τον χάνω. Παίρνω ανάσες. Νοιώθω το κρεμαστάρι του λαιμού να γλιστρά άνω μου το νοιώθω στο σώμα, στα πόδια. Προσπαθώ να το πιάσω μέσα στο νερό. Όχι! χάθηκε στο βυθό. Το έχασα! Έχασα το φυλακτό! Καταστροφή! Έχασα το φυλακτό! Έμεινα βουβός, Τα κύματα με σπρώχνουν στο πλάι της ακτής. Χτυπάω σε βράχια- Ψάχνω να πιαστώ.
Κόβονται χέρια πόδια, σαν ξυράφι. Πιάνομαι γερά από τον βράχο. Με βρήκαν το πρωί» Μιλά δυνατά τώρα. Ιδρώνει. «Το φυλακτό! Το φυλακτό! Έχασα το φυλακτό! Καταστροφή!»-
Οι μέρες περνούσαν και ολοένα χανόνταν σε λήθαργους. Στις λίγες ώρες που είχε διαύγεια έλεγε τις ίδιες μονότονες λέξεις με αγωνία. Σαν κάποιον να ζητούσε. Σε κάποια επίσκεψη τον άκουσε η μάνα. Ήθελε τον μικρότερο αδελφό του. Πήγε, Μιλούσε πιά ψιθυριστά. Ο αδελφός άκουγε κάμποση ώρα. Ύστερα έφυγε με αποφασιστικό βήμα και με το βλέμμα γεμάτο Άντελ έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε γαλήνια.

















