«Η ποίηση, η λογοτεχνία γενικά και η τέχνη στο σύνολό της, είναι ένα ξυπνητήρι που δεν σταματάει ποτέ να ηχεί. Είναι ένα ανάχωμα στην εκβαρβάρωση (…) Τέτοιες εκδηλώσεις λειτουργούν σαν θρυαλλίδες μνήμης. Λειτουργούν όμως ταυτόχρονα και σαν σπίρτα που ανάβουν και για να τιμήσουν, σαν κεράκια, τους νεκρούς, αλλά και για να φωτίσουν έστω και λίγο. Να πολεμήσουν το σκοτάδι της γενικευμένης μισαλλοδοξίας και του αυταρχισμού».
Με αυτές τις φράσεις ο συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος κ. Παντελής Μπουκάλας, μας προσκαλεί στο “Τετραήμερο Λόγου και Τέχνης” που θα πραγματοποιηθεί στις 11, 12, 13 & 14 Δεκεμβρίου στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης, με αφορμή τη φετινή συμπλήρωση 80 χρόνων από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ίδιος θα πραγματοποιήσει το ερχόμενο Σάββατο 13 Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο της 2ης Ημέρας του Τετραημέρου, στο Κινηματοθέατρο REX, εισήγηση με τίτλο “Κι όμως, υπήρξε ποίηση μετά το Άουσβιτς” και παρακάτω μας δίνει το δικό του “στίγμα” για το γενικό νοητικό περίγραμμα γύρω από το οποίο δομείται η εκδήλωση αλλά και η δική του παρουσία στον Άγιο Νικόλαο.
Ακολουθεί αναλυτικά η συνέντευξη:
– Κύριε Μπουκάλα, στον τίτλο της εισήγησης που θα πραγματοποιήσετε το Σάββατο 13/12 στο πλαίσιο του Τετραημέρου, αντιστρέφετε την περίφημη διατύπωση του Αντόρνο «το να γράφεις ποίηση μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο», και λέτε: “Κι όμως, υπήρξε ποίηση μετά το Άουσβιτς”.Τι σημαίνει αυτό το “κι όμως”; Ποιο θεμέλιο κρατά όρθια την ποίηση μετά από μια τόσο απόλυτη καταστροφή της ανθρώπινης υπόστασης;
Η ρήση του Γερμανού φιλοσόφου Τέοντορ Αντόρνο θα μας καταδιώκει, φοβάμαι, όσες φορές κι αν την αμφισβητήσουμε. Κι αυτό επειδή μας υποχρεώνει να δούμε τον εαυτό του ο καθένας και την ανθρωπότητα οι πάντες όσο πιο αυστηρά γίνεται. Για να κατανοήσουμε πώς έγινε δυνατό αυτό που όλοι πίστευαν πως ήταν αδύνατο και απίθανο. Το Ολοκαύτωμα δηλαδή, ως αποτέλεσμα ενός ανελέητου ρατσισμού που θεωρούσε πως όλοι οι άνθρωποι, πλην Αρείων, ήταν εξολοθρευτέα ποντίκια ή κατσαρίδες. Ο αφανισμός εκατομμυρίων Εβραίων, Τσιγγάνων, Σλάβων, αναπήρων, ομοφυλοφίλων, αιχμαλώτων πολέμου, αντιστασιακών και Γερμανών αριστερών, που έγινε με τερατώδη επιστημονική οργάνωση, είναι γεγονός άπαξ στην ιστορία του κόσμου. Και, θέλουμε να ελπίζουμε, ανεπανάληπτο.
Η ποίηση, η λογοτεχνία γενικότερα, δεν είχε κανένα δικαίωμα να μείνει άναυδη. Και δεν έμεινε. Βασανίστηκε ανατέμνοντας -σε διάφορες γλώσσες, και στα γερμανικά- τη φρίκη και τη βαρβαρότητα, έστω και με τον κίνδυνο της συντριβής της από το τεράστιο βάρος του Γεγονότος. Όπως βέβαια βασανίστηκαν και πάμπολλοι ιστορικοί, ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, εθνολόγοι, ψυχολόγοι, προσπαθώντας να κατανοήσουν και να εξηγήσουν την τερατωδία.
Κάθε βδομάδα βλέπω τουλάχιστον τρία ντοκιμαντέρ, στα κρατικά και τα συνδρομητικά κανάλια, για τον Χίτλερ και τον ναζισμό. Κι έχω διαβάσει πάμπολλες σχετικές σελίδες. Κι όμως, ακόμα δεν έχω κατανοήσει πώς μάγεψε ο θλιβερός Αδόλφος εκατομμύρια ανθρώπους και τους έπεισε να γίνουν μαζικοί δολοφόνοι, τάχα «για το μεγαλείο του Ράιχ». Και έχω την αίσθηση ότι δεν θέλω να κατανοήσω, ότι αρνούμαι, γιατί μέσα μου μετράω την κατανόηση σαν δικαιολόγηση. Και πιστεύω πως κάτι ανάλογο πρέπει να έχουν νιώσει και πολλοί από τους γραφιάδες, κάθε είδους, που αναμετρήθηκαν με το αποκρουστικό θέμα «ναζισμός – Χίτλερ – Ολοκαύτωμα».
– Η ποίηση που γράφτηκε μετά το Ολοκαύτωμα — Τσέλαν, Άμιχάι, Γκόλνστσαϊν, Καρέλλη ή και Ρίτσος — είναι ποίηση μαρτυρίας, ποίηση θρήνου ή ποίηση αντίστασης; Και σε ποιο βαθμό τα τρία αυτά μπορούν τελικά να γίνουν ένα;
Οι δυνατές ποιητικές φωνές είναι ικανές να συναιρέσουν τον θρήνο με τον παιάνα, τη βαθιά λύπη με τη βελτιοδοξία, τον ελεγειακό τόνο με τον τόνο της προτροπής για αντίσταση απέναντι στην κάθε λογής φθορά. Οπωσδήποτε, στη μεταπολεμική εποχή το πιο δύσκολο έργο όφειλαν να το αναλάβουν οι γερμανόφωνοι ποιητές. Η γλώσσα τους είχε μολυνθεί από τη ναζιστική «νεογλώσσα», όπως έχει αποδείξει ο Γερμανοεβραίος φιλόλογος και φιλόσοφος Βίκτορ Κλέμπερερ, με το έργο του «Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ. Το σημειωματάριο ενός φιλολόγου», που εκδόθηκε φέτος στα ελληνικά, από την «Άγρα», μεταφρασμένο από τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και ένα άλλο βιβλίο, που εκδόθηκε από τις «Ροές» το 2019. Ο τίτλος του «Μετά το Άουσβιτς. Ανθολογία γερμανόφωνης ποίησης». Στις σελίδες του ο Γιώργος Καρτάκης μεταφράζει ποιήματα πάνω από τριάντα γερμανόφωνων ποιητών, όπως ο Πάουλ Τσέλαν, η Ινγκεμποργκ Μπάχμαν, η Χάννα Άρεντ, ο Τόμας Μπέρνχαρντ, ο Γκύντερ Γκρας, ο Χανς Μάγκνους Εντσεσμπέργκερ. Και βλέπουμε έτσι τους ποικίλους τρόπους αναμέτρησης με το αίσθημα της βαριάς ενοχής και της αποξένωσης από τη ίδια την πατρίδα σου και τη γλώσσα της.
– Το Άουσβιτς στην ποίηση δεν είναι μόνο ιστορικό γεγονός αλλά και “μη-τόπος”, ένα ηθικό κενό όπου η γλώσσα δοκιμάζεται. Πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να μιλήσει για το ανείπωτο χωρίς να το “προδώσει”;
Μπορεί να δοκιμάσει η ποίηση, να προσπαθήσει. Κι ας ηττηθεί. Κι ας μείνει πολύ μακριά από τον τόπο της επιθυμίας της. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν γίνεται να παραδοθούμε στη σιωπή, ποτέ. Επιτρέψτε μου εδώ να παραπέμψω σε όσα γράφονται στο οπισθόφυλλο της Ανθολογίας που μόλις προανέφερα: «“Είναι βάρβαρο μετά το Άουσβιτς να γράψει κανείς ποιήματα”… Η φράση αυτή του Τέοντορ Αντόρνο μαρτυρά το μέγεθος της ερήμωσης μπροστά στην οποία βρέθηκε η καλλιτεχνική δημιουργία μετά το Ολοκαύτωμα και, ειδικότερα, η ποίηση ως τέχνη υμνητική της ζωής. Ποιήματα, ωστόσο, συνέχισαν να γράφονται, επειδή η ποίηση είναι ακριβώς αυτό: μια κραυγή απόγνωσης απέναντι και ενάντια σε κάθε χαλασμό. Η καταισχύνη και το όνειδος για το αναπόφευκτο παρελθόν φαίνεται να κατατρύχει εφιαλτικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα τους γερμανόφωνους ποιητές και ποιήτριες. Η αναπνοή τους βαραίνει και εξωθούνται, ως άλλοι Κάιν, να βρουν στο στίχο καταφύγιο από το ανελέητο κυνήγι των Ερινυών. Και να δομήσουν, με υλικά τις λέξεις τους, μια νέα πραγματικότητα. “Μετά το Άουσβιτς” η ποίηση -όσο υπάρχει ανθρώπινη μνήμη- δεν θα μπορούσε να παραμείνει ίδια».
Και δεν θα πρέπει βέβαια να ξεχνάμε τη σημαντικότατη συμβολή της πεζογραφίας στην αναψηλάφηση του μεγάλου τραύματος. Χωρίς τα βιβλία του Πρίμο Λέβι, του Ζαν Αμερύ, του Ρομπέρ Αντέλμ, του Χόρχε Σεμπρούν, του Ελί Βιζέλ, του Ιάκωβου Καμπανέλλη, η εικόνα μας για όσα φρικαλέα έγιναν από τους χιτλερικούς, αλλά και για το ψυχικό μεγαλείο των θυμάτων, θα ήταν ατελέστατη.
– Ο πόλεμος και η μνήμη του πολέμου έχουν τεράστια παρουσία στη λογοτεχνία. Πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι που ακόμη δεν έχει ειπωθεί;
Δεν θα πέφταμε έξω αν λέγαμε ότι ο πόλεμος είναι ο ένας από τους δύο μαιευτήρες της ποίησης. Ο άλλος είναι ο έρωτας. Όλα τα αρχαία έπη, κάθε γλώσσας, με πολέμους καταγίνονται, ανάμεσα σε θεούς ή ανάμεσα σε ανθρώπους, με τους θεούς μοιρασμένους σε στρατόπεδα. Και η Βίβλος, στην Παλαιά Διαθήκη της, μια αφήγηση πολέμου είναι σε πάμπολλα κεφάλαιά της, απλώς εκεί ο Θεός είναι ένας και διαθέτει προνομιούχο λαό, περιούσιο.
Εναν πόλεμο ιστορεί και η «Ιλιάδα», τον Τρωικό, αλλά και τις εμφύλιες διαμάχες στο στρατόπεδο των Αχαιών. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε τη φιλάνθρωπη σκέψη του Ομήρου να τελειώσει το έργο του ειρηνικά. Η 24η ραψωδία ολοκληρώνεται με τη συμφωνία του Αχιλλέα και του Πρίαμου να πάψει ο πόλεμος για δώδεκα μέρες, ώστε να τελεστεί το ξόδι του Έκτορα. Τυφλός θρυλείται ο Όμηρος, μα εδώ είναι σαν να μας κλείνει το μάτι, για να μας πει στη γλώσσα των υπαινιγμών ότι η μοίρα του ανθρώπου είναι η ειρήνη, όχι ο πόλεμος.
– Μετά από ογδόντα χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ποιος είναι ο ρόλος της ποίησης; Να θυμίζει; Να προειδοποιεί; Να παρηγορεί; Ή να υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος, ακόμη και μέσα στην πιο απόλυτη ταπείνωση, εξακολουθεί να δημιουργεί;
Ας μη θεωρούμε τίποτε δεδομένο, γιατί κινδυνεύουμε να τα χάσουμε όλα. Κι ας μην πιστεύουμε ότι ο φασισμός και ο ναζισμός έχουν ηττηθεί οριστικά. Οι λάτρεις τους, οι φανεροί και οι κρυφοί, είναι ήδη πολλοί, παγκοσμίως. Και πληθαίνουν συνεχώς, λόγω και του διαδικτύου, όπου δυστυχώς έχουν το πάνω χέρι, χάρη και στους παμπόνηρους αλγόριθμους, που τους ευνοούν συστηματικά.
Η ποίηση, η λογοτεχνία γενικά και η τέχνη στο σύνολό της, είναι ένα ξυπνητήρι που δεν σταματάει ποτέ να ηχεί. Είναι ένα ανάχωμα στην εκβαρβάρωση, γι’ αυτό και οι ναζιστές φρόντισαν από πολύ νωρίς να κάψουν όσα βιβλία τούς ενοχλούσαν – και ήταν αναρίθμητα.
– Κλείνοντας, θα θέλαμε ένα σχόλιο-μήνυμά σας για την προσπάθεια του Δήμου Αγίου Νικολάου μέσω αυτού του 4ημερου, να ανασύρει μνήμες, να αναστοχαστεί, να προσπαθήσει να κινητοποιήσει απέναντι στη λήθη από εκείνη την ζοφερή περίοδο.
Αξίζουν θερμότατα συγχαρητήρια στον εξαιρετικά φιλόξενο Δήμο του Αγίου Νικολάου, σε όλους όσοι αφιερώθηκαν με πάθος και δοτικότητα στον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση του τετραημέρου. Τέτοιες εκδηλώσεις λειτουργούν σαν θρυαλλίδες μνήμης. Λειτουργούν όμως ταυτόχρονα και σαν σπίρτα που ανάβουν και για να τιμήσουν, σαν κεράκια, τους νεκρούς, αλλά και για να φωτίσουν έστω και λίγο. Να πολεμήσουν το σκοτάδι της γενικευμένης μισαλλοδοξίας και του αυταρχισμού, που εσχάτως προβάλλονται από τον Ντόναλντ Τραμπ και τα πολλαπλασιαζόμενα ανά τον κόσμο τραμποειδή σαν οι μόνες σοβαρές «αξίες».
Βιογραφικό σημείωμα – Παντελής Μπουκάλας
Ο Παντελής Μπουκάλας [γενν. 1957] είναι Έλληνας συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος, με μακρά και ιδιαίτερα αναγνωρισμένη παρουσία στα ελληνικά γράμματα.
Γεννήθηκε στο Λεσίνι Αιτωλοακαρνανίας και από τη δεκαετία του 1980 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πολλά χρόνια αρθρογράφος στην«Καθημερινή», έχει αναπτύξει έναν διακριτό δημόσιο λόγο γύρω από τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τα κοινωνικά ζητήματα.
Ως ποιητής έχει εκδώσει πολυάριθμες συλλογές, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί και έχουν τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις. Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχει η πολύτομη μελέτη του για τα δημοτικά τραγούδια, «Το Άγος και το Θαύμα», η οποία θεωρείται μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες συμβολές στη λαογραφική και φιλολογική έρευνα.
Παράλληλα, έχει ασχοληθεί με μεταφράσεις και δοκίμια που φωτίζουν πτυχές της ελληνικής παράδοσης και της σύγχρονης πνευματικής ζωής. Θεωρείται μία από τις πιο καλλιεργημένες και συνεπείς φωνές του ελληνικού δημόσιου λόγου.

















